πανήλιος

πανήλιος
-ον, Α
1. προσήλιος, ηλιόλουστος
2. (για ημέρα) αίθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἥλιος (πρβλ. ευ-ήλιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανήλιος — quite sunny masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηλίου — πανήλιος quite sunny masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηλίῳ — πανήλιος quite sunny masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”